σπᾶτ'

σπᾶτ'
σπᾶτε , σπάω
drawnthrough
pres imperat act 2nd pl
σπᾶτε , σπάω
drawnthrough
pres subj act 2nd pl
σπᾶτε , σπάω
drawnthrough
pres ind act 2nd pl
σπᾶται , σπάω
drawnthrough
pres subj mp 3rd sg
σπᾶται , σπάω
drawnthrough
pres ind mp 3rd sg
σπᾶτο , σπάω
drawnthrough
imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
σπᾶτε , σπάω
drawnthrough
imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κισσώ — (I) κισσῶ, αττ. τ. κιττῶ, άω (Α) 1. (για έγκυο γυναίκα) επιθυμώ ασυνήθιστα και αλλόκοτα φαγητά («εἰώθασι δὲ ταῑς κυούσαις αἱ ἐπιθυμίαι γίγνεσθαι παντοδαπαί, καὶ μεταβάλλειν ὀξέως ὅ καλοῡσί τινες κισσᾱν», Αριστοτ.) 2. μτφ. επιθυμώ, ποθώ («ὑμεῑς… …   Dictionary of Greek

  • νεοσπάτωτος — νεοσπάτωτος, ον (Α) (βοιωτ. τ.) νεοκάττυτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπάτος* «δέρμα» (< θ. σπατ τού σπάω)] …   Dictionary of Greek

  • σπάτος — τὸ, Α (βοιωτ. τ.) δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπατ , σπάνια μορφή τού θ. τού σπάω / σπῶ με οδοντικό χαρακτήρα τ ] …   Dictionary of Greek

  • σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”